- φάραγξ,-αγγος
- + ἡ N 3 17-22-34-5-8=86 Gn 14,3; 26,17.19; Nm 13,23.24ravine Gn 14,3; gully Jos 13,9Cf. DOGNIEZ 1992 97.128.243; WALTERS 1973 187.189; →MM
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
φάραγγα — η / φάραγξ, αγγος, ΝΑ, και φάραγγας, ο, Ν το φαράγγι αρχ. 1. (κατ επέκτ.) κάθε εδαφική κοιλότητα, όπως λ.χ. το σπήλαιο 2. μτφ. α) άνθρωπος πλεονέκτης β) ο πρωκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *bhŗ τής ΙΕ ρίζας *bher «κόβω,… … Dictionary of Greek
φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… … Dictionary of Greek